- ἐρχατάομαι
- ἐρχᾰτάομαι, [voice] Pass.,A to be kept or shut up,
ἐν δὲ ἑκάστῳ [συφεῷ] πεντήκοντα σύες..ἐρχατόωντο Od.14.15
. (Lengthd. fr. ἔρχατο.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐν δὲ ἑκάστῳ [συφεῷ] πεντήκοντα σύες..ἐρχατόωντο Od.14.15
. (Lengthd. fr. ἔρχατο.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερχατάομαι — ἐρχατάομαι (Α) φυλάγομαι ή κλείνομαι κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού επικ. παρακμ. και υπερσ. έρχαται, έρχατο τού είργω*. Απαντά στο γ’ πληθ. ερχατόωντο (Οδ. ξ, 15)] … Dictionary of Greek
ἐρχατῶ — ἐρχατάομαι to be kept pres imperat mp 2nd sg ἐρχατάομαι to be kept imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρχατόωνται — ἐρχατάομαι to be kept pres subj mp 3rd pl (epic) ἐρχατάομαι to be kept pres ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρχατόωντο — ἐρχατάομαι to be kept imperf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)